ἀναστηλώσει

ἀναστηλώσει
ἀναστήλωσις
setting up of a monument
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
ἀναστηλώσεϊ , ἀναστήλωσις
setting up of a monument
fem dat sg (epic)
ἀναστήλωσις
setting up of a monument
fem dat sg (attic ionic)
ἀναστηλόω
set up as
aor subj act 3rd sg (epic)
ἀναστηλόω
set up as
fut ind mid 2nd sg
ἀναστηλόω
set up as
fut ind act 3rd sg
ἀ̱ναστηλώσει , ἀναστηλόω
set up as
futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)
ἀ̱ναστηλώσει , ἀναστηλόω
set up as
futperf ind act 3rd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… …   Dictionary of Greek

  • Σάμος — I Αρχαίος επιγραμματοποιός (3ος αι. π.Χ.). Ηταν γιος του Χρυσόγονου, του συμβούλου του βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππου E’. Επειδή απόφευγε να κολακεύει το βασιλιά Φίλιππο, ο τελευταίος διέταξε να τον θανατώσουν (204 π.Χ.). Σύμφωνα με μαρτυρίες… …   Dictionary of Greek

  • αγησίλαος — I Όνομα βασιλιάδων της Σπάρτης. 1. Α. Α’ (10ος 9ος αι. π.Χ.). Δεν υπάρχουν σαφείς πληροφορίες για τη ζωή και τη δράση του. Κατά τον Παυσανία, στα χρόνια του εφαρμόστηκαν οι νόμοι του Λυκούργου. Κατά τον Απολλόδωρο, βασίλευσε από το 920 έως το 877 …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Μουσολίνι, Μπενίτο — (Benitto Mussolini, Ντόβια ντι Πρεντάπιο, Ρομάνια 1883 – Τζουλιάνο ντι Μετσέγκρα, Κόμο 1945). Ιταλός πολιτικός. Από φτωχή αγροτική οικογένεια της Ρομάνιας, ο Μ. έζησε πολύ φτωχικά στα παιδικά του χρόνια. Ο πατέρας του, σιδηρουργός του χωριού,… …   Dictionary of Greek

  • Σώχος — Επώνυμο δύο Ελλήνων γλυπτών. 1. Λάζαρος (Τήνος 1862 Αθήνα 1911). Από οικογένεια με μακρά παράδοση στη μαρμαρογλυπτική, ήρθε από τη γενέτειρα του στην Αθήνα όπου σπούδασε γλυπτική με δάσκαλο το σημαντικότερο εκπρόσωπο του αθηναϊκού νεοκλασικισμού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”