Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… … Dictionary of Greek
Σάμος — I Αρχαίος επιγραμματοποιός (3ος αι. π.Χ.). Ηταν γιος του Χρυσόγονου, του συμβούλου του βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππου E’. Επειδή απόφευγε να κολακεύει το βασιλιά Φίλιππο, ο τελευταίος διέταξε να τον θανατώσουν (204 π.Χ.). Σύμφωνα με μαρτυρίες… … Dictionary of Greek
αγησίλαος — I Όνομα βασιλιάδων της Σπάρτης. 1. Α. Α’ (10ος 9ος αι. π.Χ.). Δεν υπάρχουν σαφείς πληροφορίες για τη ζωή και τη δράση του. Κατά τον Παυσανία, στα χρόνια του εφαρμόστηκαν οι νόμοι του Λυκούργου. Κατά τον Απολλόδωρο, βασίλευσε από το 920 έως το 877 … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Μουσολίνι, Μπενίτο — (Benitto Mussolini, Ντόβια ντι Πρεντάπιο, Ρομάνια 1883 – Τζουλιάνο ντι Μετσέγκρα, Κόμο 1945). Ιταλός πολιτικός. Από φτωχή αγροτική οικογένεια της Ρομάνιας, ο Μ. έζησε πολύ φτωχικά στα παιδικά του χρόνια. Ο πατέρας του, σιδηρουργός του χωριού,… … Dictionary of Greek
Σώχος — Επώνυμο δύο Ελλήνων γλυπτών. 1. Λάζαρος (Τήνος 1862 Αθήνα 1911). Από οικογένεια με μακρά παράδοση στη μαρμαρογλυπτική, ήρθε από τη γενέτειρα του στην Αθήνα όπου σπούδασε γλυπτική με δάσκαλο το σημαντικότερο εκπρόσωπο του αθηναϊκού νεοκλασικισμού… … Dictionary of Greek